Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020


             ΜΠΑΧΤΣΙΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ
                (Να μη στουν απουλύκου)
Τις παλιότερες εποχές  σε όλη την ύπαιθρο, αφθονούσαν τα κοπάδια  με γιδοπρόβατα, τα γίδια και τα γελάδια στις ορεινές περιοχές και στον κάμπο τα πρόβατα. Στο χωριό μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής είχε πάρα πολλά γίδια και αρκετά πρόβατα, είχε και   πολλά γελάδια που έβοσκαν ελεύθερα στα βουνά, αρκετά σπίτια είχαν και ένα και δυο μουλάρια, και μερικοί στο χωριό είχαν γαϊδούρι. Ορεινό το χωριό μας και κάρα δεν είχαμε. Υπήρχαν όμως   πολλά ζευγάρια βόδια που τα χρησιμοποιούσαμε κυρίως για όργωμα  και για τη «σύρση» ξυλείας από τα βουνά.   Υπήρχαν ζώα πολλά, αλλά υπήρχαν και πολλοί λύκοι οι οποίοι καταντούσαν πρόβλημα για τους κτηνοτρόφους και κάθε τόσο ακούγαμε στο χωριό ότι έφαγαν τόσα γίδια, πρόβατα, η κάποια γελάδα και σπάνια κανένα μουλάρι ή γαϊδούρι. Μάλιστα έλεγαν ότι κάποιος χωριανός πήγε να πάρει  το γαϊδούρι του από κει που το είχε δεμένο να βοσκήσει έξω απ’ το χωριό και βρήκε μόνο το σαμάρι που το κουβάλησε στην πλάτη κι έμεινε μύθος να το λένε μέχρι σήμερα, και μάλιστα λέει, δεν τού έφτανε που έψαχνε για να αγοράσει άλλο γάιδαρο αλλά τον έψαχνε και στα μέτρα του σαμαριού ( !!)  που έμεινε απ’ τον προηγούμενο, τέτοια βάσανα ο άνθρωπος, τι να πεις, ένα σαμάρι πάντα κόστιζε αρκετά. Έταζαν λοιπόν  οι κτηνοτρόφοι μπαχτσίσι για όποιον σκότωνε λύκο.
Έτσι, όταν τύχαινε αυτό, έγδερναν το λύκο και γέμιζαν το τομάρι με χορτάρι ή με καλαμποκόφυλλα για να φαίνεται άγριος και φοβερός, το έδεναν το τομάρι σε ένα ξύλο και το γυρνούσαν στο χωριό από σπίτι σε σπίτι να μαζέψουν το μπαχτσίσι.    Η συνοδεία είχε κι’ ένα γαϊδούρι μαζί με δυο δισάκια περασμένα στο σαμάρι, το ένα στο «μπροστάρι» του σαμαριού και το άλλο στο «πιστάρι», μέσα στα οποία έβαζαν οι νοικοκυρές το καλαμπόκι, τα φασόλια ή ότι άλλο είχαν ως «ρεγάλο», γι’ αυτούς που σκότωσαν το θηρίο, τι θηρίο δηλαδή, ένα μικρόσωμο αγρίμι είναι ο λύκος, αλλά τη ζημιά την κάνει, να επιβιώσει θέλει κι’ ο λύκος,  οποίος  τρέφεται αποκλειστικά με λαγούς, με ποντίκια και ότι άλλο βρίσκει στο περιβάλλον που ζει και όταν βρει και κοπάδι αφύλαχτο ή κάποιο ξεκομμένο ζώο, ορμάει κι’ εκεί.
Όπως λοιπόν  γύριζαν το λύκο στο χωριό, ένας από τη συνοδεία μπροστά σε κάθε σπίτι για να τον ακούν και από παραπέρα και για να γίνεται και σαματάς φώναζε δυνατά  «Μπαχτσίσ’ του λύκου-ου-ου!!! κι’ ’βγαινε η θεια έχοντας σε ένα αγγειό ότι είχε να ρίξει στα δισάκια, ενώ εμείς οι μικροί, η μαρίδα, ακολουθούσαμε το «θρίαμβο» από πίσω σε όλο το χωριό χαζεύοντας και σχολιάζοντας το τομάρι του λύκου που κρέμονταν απ’ το ξύλο και « Ώ ρε ποιος ξιέρ’ πόσα γίδια έφαει. . .»
Η συνοδεία μπροστά στα σπίτια των κτηνοτρόφων σταματούσε κάπως περισσότερο, τους έδιναν τί τους έδιναν στα δισάκια, τους κερνούσαν κι’ όλας κι’ απ’ τα μπαλκόνια οι νοικοκυρές φώναζαν στους  κυνηγούς, « άdι, άdι κι τα ταίρια τ’»,να σκοτώσουν δηλαδή και το έτερον ήμισυ του λύκου για να εξαλειφθεί η λυκογενιά,  αμ’ δε. .
Τότε δεν υπήρχαν οικολογικά κινήματα για να διαμαρτυρηθούν για την αλόγιστη χρήση φαρμάκων και τη μόλυνση του περιβάλλοντος που καταστρέφουν την ισορροπία στη φύση ανεπανόρθωτα.  Βέβαια το να φάει ο λύκος μερικά γιδοπρόβατα είναι ζημία οπωσδήποτε για κάποιον, αλλά το τραγικότερο ήταν τότε να φάει το μουλάρι ή ένα βόδι γιατί ο ιδιοκτήτης έμενε χωρίς «ζευγάρι» έτσι που δεν μπορούσε να οργώσει και να σπείρει.
Περιγράφοντας το μέγεθος της συμφοράς από την απώλεια του βοδιού είτε από λύκο ή από άλλη αιτία ο αρχαίος Θεόφραστος έγραψε για την περίπτωση, « κραδίην έδακεν ανδρός αβούτεω….», δαγκώθηκε η καρδιά του (από τη στενοχώρια), δηλαδή έπαθε συγκοπή ο γεωργός που έμεινε χωρίς βόδια. . . Γι’ αυτό ίσως έμεινε κι’  έφτασε  και σε μας η φράση «κι τα ταίρια τ’» σκληρή ευχή σίγουρα, αλλά για κάποιες άλλες εποχές λογική.
Κι’ όσο γι’ αυτό το. . χορωδιακό «να μή στουν  «ά- που- λύ- κου ου ου ου . .» ,αυτό το λέγαμε εμείς οι μαρίδα που ακολουθούσαμε την πομπή, το λέγαμε ρυθμικά και γίνονταν ντόρος μέσα σε γέλια και το επαναλάμβαναν  και οι γύρω μεγαλύτεροι πότε σιγανά και άλλοτε φωναχτά. Κι’ αυτό όμως έχει την εξήγησή του γιατί όπως μας έλεγαν οι παλιότεροι, σε περασμένες εποχές το λύκο τον έπιαναν ζωντανό και τον γύριζαν πάνω σ’ έναν γάϊδαρο όχι μόνο στο χωριό μας αλλά και στα διπλανά. Τον έπιαναν με  «σίδηρα» ένα είδος παγίδας που την έστηναν στα περάσματα κρεμώντας από πάνω της ένα κομμάτι κρέας κι’ έτσι έπιαναν το λύκο ζωντανό, και συνήθως λέει πιάνονταν τα πόδια του. Τον ακινητοποιούσαν και τον περιέφεραν , δεμένο και φορτωμένο σε ένα γάιδαρο, οπότε όπως ήταν ζωντανός και τον έβλεπε ο κόσμος ,μαζί με το μπαχτσίσι που ζητούσαν, φώναζαν και την απειλή, «να μη στουν απουλύκου».
Κι’ ο γάιδαρος ο φουκαράς, το λύκο που τον φοβάται περισσότερο από όλα τα αγρίμια, τον κουβαλούσε δεμένον και φορτωμένο στο σαμάρι, και σίγουρα καταλάβαινε από τη μυρουδιά τι κουβαλούσε αλλά και τι μπορούσε να κάνει, ο έρμος ο γάιδαρος που όταν μυριστεί λύκο γκαρίζει πονεμένα και απ’ το φόβο του κατουριέται.
Αυτά λοιπόν για το παλιό -έθιμο να το πούμε;- που μάλλον ευτυχώς πάει κι’ αυτό χάθηκε και ξεχάστηκε όπως και πολλά άλλα που δε μας τιμούσαν ιδιαίτερα, γιατί ο λύκος κάνει ζημιά βέβαια, αλλά σκοτώνει για να φάει και να συντηρηθεί, όπως κάνουν και πολλά άλλα σαρκοφάγα «ζλάπια», αλλά ποτέ δε σκοτώνουν τα όμοιά τους σε αντίθεση με μας, που ως κυρίαρχο είδος στο ζωικό κόσμο, δεν αφήνουμε τίποτα όρθιο, και μάλιστα έχουμε κάνει επιστήμη τους τρόπους εξόντωσης των ομοίων μας , όχι για να τους φάμε, αλλά για να μοιραστούμε οι υπόλοιποι τον πλούτο της γης που και χωρίς τους πολέμους και τους σκοτωμούς, αυτός ο πλούτος είναι αρκετός  για όλους, αρκεί να μοιραστεί δίκαια, αλλά . .  ..
Πάντως αν κάποιος πιάσει λύκο ζωντανό, ας τον φέρει, « να τουν απουλύκουμε  «κατασιακεί»  που πρέπει, να μην αφήκ’ τίπουτα.   Με χαιρετίσματα  από καρδιάς σε όλους.
        Βαγγέλης Μαυροδής     Μάρτιος  1993
Όμως,  είναι  απαραίτητος και ο σχετικός σχολιασμός για το «μπαχτσίσι» (λέξη Περσικής προέλευσης),  που είναι γνωστό τοις πάσι και νόμιμο για τους  περιφέροντας το λύκο, αφού αυτοί συνέβαλαν στη σωτηρία του ζωικού κεφαλαίου και καλώς πράττουν  απαιτούντες εμμέσως πλην σαφώς  αμοιβή για τις υπηρεσίες τους με απόδειξη το τομάρι του θηρίου. Και άντε ο κυνηγός σκότωσε το λύκο και καλά κάνει και το ζητάει το μπαχτσίσι, αλλά στην εποχή μας αυτό  το μπαχτσίσι άλλαξε μορφή και συνήθως καταβάλλεται ως  «γρηγορόσημο» στον «απλοχέρη» πριν από το αποτέλεσμα των ενεργειών του  γι’ αυτό και λέγεται «λάδωμα».  
Το μπαχτσίσι  έχει πολλές μορφές και διαβαθμίσεις. Άλλος το απαιτεί σε είδος  για τον κόπο του όπως οι κυνηγοί, οι περισσότεροι το ζητούν σε ζεστό χρήμα και μερικοί ως «έκπτωση» στην τιμή κάποιου προϊόντος, ακόμα και   ευτελούς αξίας,  που κι’ ο φτωχός ντρέπεται να το προσφέρει ως δώρο στο γάμο. 
 Και όσο για τον παραπάνω ιδιωματισμό εκείνο το «κατασιακεί»,θα το αναλύσουμε μια άλλη φορά.   Τώρα, απλώς λέμε ότι είναι τοπικό επίρρημα και δηλώνει  κατεύθυνση.. . Όμως, την ειδική  διατριβή(!) που διαβάσατε παραπάνω αλλά και όσες θα  έχετε την υπομονή  να  παρακολουθήσετε  στο μέλλον, μην τις θεωρείτε ότι κι’ ότι, και μην τις παίρνετε μόνο από την αστεία πλευρά τους. Μέσα απ’ αυτές τις ιστορίες, βγαίνει έστω μια μερική  εικόνα  της ζωής των προγόνων μας. Σ’ αυτές τις ιστορίες και τα περιστατικά, ίσως   βρίσκεται ένα μέρος μικρό ή μεγαλύτερο, από τη γονιδιακή μας  αλυσίδα, και μπορεί κάποτε στο μέλλον οι ειδικοί, να τα αξιοποιήσουν αυτά που σήμερα τα αραδιάζουμε επειδή απλώς τα θυμόμαστε και τα λέμε για  να  πείσουμε εμάς τους ίδιους ότι η μνήμη δε μας εγκατέλειψε, αλλά και για να τα μάθουν οι νεότεροι, όσοι θέλουν βέβαια και έχουν όρεξη να μαθαίνουν από τους παλιότερους. Τώρα θα μού πει κάποιος  τι μας λές ρε μπάρμπα; Αλλά να, λέμε για να λέμε, κι’ αν κανένας . . . κλπ κλπ. Και όσο για κείνο που ακούγεται ότι «ο Λύκος κάνει μόνος του τη δουλειά του» είναι λανθασμένο, γιατί είναι εξακριβωμένο, ότι οι Λύκοι γενικά κυνηγούν ομαδικά και με μέθοδο.!
.